φιλεταίριον

φιλεταίριον
τὸ, Α
βλ. φιλεταίριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλεταίριον — neut nom/voc/acc sg φιλεταίριος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταιρίου — φιλεταίριον neut gen sg φιλεταίριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταιρίῳ — φιλεταίριον neut dat sg φιλεταίριος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλεταίριος — (I) ον, Α [φιλέταιρος] 1. φιλέταιρος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριον α) το φυτό πολεμόνιο β) το φυτό ωκιμοειδές γ) το φυτό απαρίνη δ) κληματίδα 3. φρ. «φιλεταίριος πούς» μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού… …   Dictionary of Greek

  • φιλεταιρίς — ίδος, ἡ, Α 1. φιλεταίριον* 2. το φυτό ράμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φιλεταίριος (ἡ) που εμφανίζει επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”